- συμβόλαιος
- -αία, -ον, Ααυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, -ον + κατάλ. -αιος (πρβλ. προβόλ-αιος: πρόβολος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβολαίων — συμβολαίων , συμβόλαιον mark neut gen pl συμβολαίων , συμβόλαιος of fem gen pl συμβολαίων , συμβόλαιος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβόλαιον — συμβόλαιον , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc sg συμβόλαιον , συμβόλαιος of masc acc sg συμβόλαιον , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαίας — συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem acc pl συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαίων — συμβόλαιον mark neut gen pl συμβόλαιος of fem gen pl συμβόλαιος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαιον — mark neut nom/voc/acc sg συμβόλαιος of masc acc sg συμβόλαιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… … Dictionary of Greek
συμβολαιούμαι — όομαι, Α [συμβόλαιος] ερμηνεύω με σύμβολα … Dictionary of Greek
συμβολιμαίος — αία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. επιστολ ιμαῖος)] … Dictionary of Greek